- νοστιμεύω
- (Μ νοστιμεύω) [νόστιμος]1. καθιστώ κάτι εύγευστο, νόστιμο («η ντομάτα νοστιμεύει το φαγητό»)2. (για έδεσμα) αποκτώ ευχάριστη γεύση, γίνομαι νόστιμος («το φαγητό νοστίμεψε με το βούτυρο που έβαλες»)νεοελλ.1. καθιστώ κάποιον ή κάτι κομψό, χαριτωμένο («πολύ τήν νοστιμεύει το καινούργιο της φόρεμα»)2. (για πρόσ.) γίνομαι κομψός, χαριτωμένος, αποκτώ χάρη («η κοπέλα νοστίμεψε μεγαλώνοντας»)3. (το μέσ.) νοστιμεύομαιλαχταρώ κάτι, ποθώ πολύ κάτι ή κάποιον, λιμπίζομαι («τήν νοστιμεύεται από καιρό τώρα»)μσν.μτφ. ωφελώ κάποιον πνευματικά.
Dictionary of Greek. 2013.