νοστιμεύω

νοστιμεύω
(Μ νοστιμεύω) [νόστιμος]
1. καθιστώ κάτι εύγευστο, νόστιμο («η ντομάτα νοστιμεύει το φαγητό»)
2. (για έδεσμα) αποκτώ ευχάριστη γεύση, γίνομαι νόστιμος («το φαγητό νοστίμεψε με το βούτυρο που έβαλες»)
νεοελλ.
1. καθιστώ κάποιον ή κάτι κομψό, χαριτωμένο («πολύ τήν νοστιμεύει το καινούργιο της φόρεμα»)
2. (για πρόσ.) γίνομαι κομψός, χαριτωμένος, αποκτώ χάρη («η κοπέλα νοστίμεψε μεγαλώνοντας»)
3. (το μέσ.) νοστιμεύομαι
λαχταρώ κάτι, ποθώ πολύ κάτι ή κάποιον, λιμπίζομαι («τήν νοστιμεύεται από καιρό τώρα»)
μσν.
μτφ. ωφελώ κάποιον πνευματικά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • νοστιμεύω — νοστιμεύω, νοστίμεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • νοστιμεύω — και νοστιμίζω νοστίμεψα, νοστιμεύτηκα 1. μτβ., κάνω κάτι νόστιμο: Η σάλτσα νοστιμεύει το φαγητό. 2. μτφ., κάνω κάτι ευχάριστο, κομψό: Η ζώνη νοστίμεψε το φόρεμά σου. 3. αμτβ., γίνομαι νόστιμος, αποχτώ ευχάριστη γεύση: Βάλε αλάτι νανοστιμέψει το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραρτύω — ΜΑ νοστιμεύω φαγητό με την προσθήκη καρυκευμάτων μσν. μτφ. νοστιμεύω, ομορφαίνω κάτι («ἱστορίαις παραρτύει τὴν ποίησιν», Ευστ.) αρχ. μέσ. παραρτύομαι ετοιμάζομαι, παρασκευάζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀρτύω «καρυκεύω, παρασκευάζω»] …   Dictionary of Greek

  • αβγοκόβω — καρυκεύω, νοστιμεύω το φαγητό με αβγολέμονο …   Dictionary of Greek

  • νοστιμίζω — 1. νοστιμεύω 2. (το μέσ.) νοστιμίζομαι (μτφ) γίνομαι κομψός, ωραίος …   Dictionary of Greek

  • συνηδύνω — Α 1. γλυκαίνω ή νοστιμεύω κάτι («τὸν ἄρτον ὁ ἅλς συνηδύνει», Πλούτ.) 2. μτφ. ευφραίνω, ευχαριστώ κάποιον με τη συναναστροφή μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἡδύνω «νοστιμίζω, ευφραίνω» (< ἡδύς)] …   Dictionary of Greek

  • νοστιμίζω — βλ. νοστιμεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”